varar - ορισμός. Τι είναι το varar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι varar - ορισμός


varar         
varar (¿del lat. tardío "varare", cruzar, trasponer?)
1 (ant.) tr. Echar un barco al agua. *Botar.
2 intr. Mar. Quedarse detenido un *barco al tocar su fondo en las rocas, en un banco de arena o en la playa. Abarrancar[se], embancar[se], embarrancar, enarenarse, encallar, zabordar. Embasar. Desencallar, desvarar, poner a flote. Aconcharse. Cama. Fondable [u hondable]. Fondeadero, varadero. Botador.
3 tr. Sacar a la playa una embarcación, por ejemplo para resguardarla de la resaca o para carenarla.
4 intr. Quedar *detenido un asunto.
varar         
verbo trans.
Mar. Sacar a la playa y poner en seco una embarcación.
verbo intrans.
1) Encallar la embarcación.
2) fig. Quedar detenido un negocio.
3) América. Quedarse detenido un vehículo por avería.
varar         
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
desatascar: desatascar, desencallar, poner a flote

Βικιπαίδεια

Varar
Se llama varar a sacar a la playa y poner en seco las embarcaciones menores de pesca y otras semejantes e incluso hasta las de cierto porte, para resguardarlas de la resaca y de los golpes de mar o con otros fines, como carenarlas, etc. En este sentido se dice también zabordar, abarrancar, poner a monte y antiguamente, barrear, como consta de Real cédula de 14 de agosto de 1535.
Τι είναι varar - ορισμός